- ψεῦστις
ψεῦστις, ἡ, fem. zu ψεύστης, Inscr., s. Welcker Syll. epigr. 50, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψεῦστις, ἡ, fem. zu ψεύστης, Inscr., s. Welcker Syll. epigr. 50, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψεύστις — εύστιδος, ἡ, Α βλ. ψεύτης … Dictionary of Greek
ψεῦστιν — ψεῦστις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύστης — ο, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, και ψεῡστις, εύστιδος, και ψευστειρα Α (λόγιος τ.) βλ. ψεύτης … Dictionary of Greek
ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek