ψιάς

ψιάς

ψιάς, άδος, ἡ, der Tropfen; im plur. Il. 16, 459; Hes. Sc. 384; Luc. Philopatr. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψιάς — ψιά̱ς , ψιά play fem acc pl ψιάς drop fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιάς — άδος, ἡ, Α σταγόνα («αἱματοέσσας δὲ ψιάδας κατέχευεν ἔραζε [Ζεύς]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., όπως και το συνώνυμο ψακάς*, που συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού ψήω* / ψῆν «τρίβω». Το θ. ψι τού τ. παραπέμπει στον σχηματισμό τού ρ. ψίω …   Dictionary of Greek

  • ψιάδας — ψιάς drop fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιάδες — ψιάς drop fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιάδος — ψιάς drop fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιάδων — ψιάς drop fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψίαξ — ακος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψιάς». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψι τού ψιάς* «σταγόνα» με επίθημα αξ, ακος (πρβλ. πίν αξ)] …   Dictionary of Greek

  • ψίδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψιάδες, ψακάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψι τού ψιάς «σταγόνα», με επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • ψίς — ιδός, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψίδες ψιάδες, ψεκάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψιάς* και εμφανίζει επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • ψιάζω — (I) και δωρ. τ. ψιάδδω Α παίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ἑψιῶμαι* «διασκεδάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος, κατά τα ρ. σε άζω]. (II) Α [ψιάς, άδος] (κατά τον Ησύχ.) «ψακάζω» …   Dictionary of Greek

  • ψιά — ψιά̱ , ψιά play fem nom/voc/acc dual ψιά̱ , ψιά play fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ψιάς drop fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”