- ψιαθηδόν
ψιαθηδόν, adv., nach Art einer Binsenmatte oder Matratze, Schol. Thuc. Erkl. von φορμηδόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιαθηδόν, adv., nach Art einer Binsenmatte oder Matratze, Schol. Thuc. Erkl. von φορμηδόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιαθηδόν — like rush mats indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιαθηδόν — Α επίρρ. φορμηδόν*, σταυρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίαθος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek