ψεδυρός, od. ψεθυρός, = ψιϑυρός, l. d. bei Aesch. Suppl. 1026.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψεδυρός — και ψέδυρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψίθυρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνώνυμος δευτερογενής τ. τού ψίθυρος (βλ. λ. ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
ψεδυρός — ψίθυρος whispering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)