- ψιμυθόω
ψιμυθόω, = ψιμυϑιόω, ψιμυϑίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιμυθόω, = ψιμυϑιόω, ψιμυϑίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιμυθοῦσθαι — ψιμυθόω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιμυθοῦται — ψιμυθόω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)