ψεύδ-ορκος

ψεύδ-ορκος

ψεύδ-ορκος, falsch schwörend, meineidig, Eur. Med. 1392.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύορκος — ον, Α αυτός που κάνει πολλούς όρκους, που ορκίζεται συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὅρκος (πρβλ. ψεύδ ορκος)] …   Dictionary of Greek

  • πανορκία — ἡ, Α η ετοιμότητα για κάθε όρκο» το να ορκίζεται κανείς σε καθετί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ορκία (< ορκος < ὅρκος), πρβλ. ψευδ ορκία] …   Dictionary of Greek

  • ψεύδορκος — η, ο / ψεύδορκος, ον, ΝΜΑ αυτός που ορκίζεται εν γνώσει του ψέματα, που δίνει ψεύτικη ένορκη διαβεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ὅρκος (πρβλ. ἐπί ορκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”