ψεφαῖος, = Folgdm, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψεφαίος — αία, ον, Α ψεφαρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. αῖος (πρβλ. μοιρ αίος)] … Dictionary of Greek