- ψευδ-άδελφος
ψευδ-άδελφος, ὁ, falscher, unächter Bruder, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδ-άδελφος, ὁ, falscher, unächter Bruder, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδάδελφος — ο, ΝΜΑ 1. άτομο που προσποιείται τον αδελφό κάποιου 2. (κατ επέκτ.) άτομο που παρουσιάζεται ως εν Χριστώ αδελφός, ως χριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀδελφός] … Dictionary of Greek