ψευδο-λόγος

ψευδο-λόγος

ψευδο-λόγος, falsch redend, lügend; Ar. Ran. 1517; εἰκαίης σοφίης Leon. Al. 3 (IX, 80); Pol. 32, 8,9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισχνολόγος — ἰσχνολόγος, ὁ (Α) αυτός που είναι πολύ λεπτολόγος και ακριβής στη διατύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λογος (< λόγος), πρβλ. αισχρο λόγος, ψευδο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • καινολόγος — καινολόγος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογία («καινολόγος ποιητής», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο λόγος, ψευδο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • κουφολόγος — κουφολόγος, ον (Α) αυτός που μιλά απερίσκεπτα («κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα», Φιλόοτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + λόγος (< λόγος), πρβλ. γλωσσο λόγος, ψευδο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • κυνολογώ — κυνολογῶ, έω (Α) μιλώ για τον αστερισμό τού Κυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + λογῶ (< λόγος < λέγω), πρβλ. χαριτο λογώ, ψευδο λογώ] …   Dictionary of Greek

  • κυριολογώ — κυριολογῶ, έω (AM) 1. μιλώ με κυριολεξία, κυριολεκτώ 2. αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + λογῶ (< λόγος < λέγω), πρβλ. ανα λογώ, ψευδο λογώ] …   Dictionary of Greek

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”