- προ-εκ-τήκω
προ-εκ-τήκω, vorher ausschmelzen, zerschmelzen, auch übertr., προεξετήκοντό τινες ταῖς λύπαις Plut. consol. ad Apoll. p. 329.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εκ-τήκω, vorher ausschmelzen, zerschmelzen, auch übertr., προεξετήκοντό τινες ταῖς λύπαις Plut. consol. ad Apoll. p. 329.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προειστήκῃ — πρό , εἰσ τήκω melt pres subj mp 2nd sg προειστήκῃ , πρό , εἰσ τήκω melt pres ind mp 2nd sg προειστήκῃ , πρό , εἰσ τήκω melt pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποτήξας — προαποτήξᾱς , πρό , ἀπό τήκω melt aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτακέντα — πρό τήκω melt aor part pass neut nom/voc/acc pl πρό τήκω melt aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτετηκότα — πρό τήκω melt perf part act neut nom/voc/acc pl πρό τήκω melt perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτήξαντα — πρό τήκω melt aor part act neut nom/voc/acc pl πρό τήκω melt aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυνέστακε — προσυνέστᾱκε , πρό , σύν , εἰσ τήκω melt pres imperat act 2nd sg (doric) προσυνέστᾱκε , πρό , σύν , εἰσ τήκω melt imperf ind act 3rd sg (doric) πρό , σύν στάζω drop perf imperat act 2nd sg πρό , σύν στάζω drop perf ind act 3rd sg προσυνέστᾱκε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτήκω — ΜΑ τήκω, λειώνω προηγουμένως κάτι στο χωνευτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τήκω «λειώνω, διαλύω, ρευστοποιώ»] … Dictionary of Greek
προαποτήκω — Α διαλύω στη φωτιά προηγουμένως, τήκω ε κ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποτήκω «διαλύω κάτι στη φωτιά λειώνοντάς το»] … Dictionary of Greek
προτήξας — προτήξᾱς , πρό τήκω melt aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)