- ψευδο-πάτωρ
ψευδο-πάτωρ, ορος, ὁ, falscher Vater, Callim. Cer. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδο-πάτωρ, ορος, ὁ, falscher Vater, Callim. Cer. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
κοινοπάτωρ — κοινοπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλο πάτωρ, ψευδο πάτωρ] … Dictionary of Greek