- ψευδ-επής
ψευδ-επής, ές, = ψευδοεπής, ψευδολόγος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδ-επής, ές, = ψευδοεπής, ψευδολόγος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
ψευδοεπής — ές, Α ψευδολόγος, ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο επής] … Dictionary of Greek