ψευδό-δοξος

ψευδό-δοξος

ψευδό-δοξος, eine falsche Meinung, einen Irrwahn habend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόδοξος — η, ο (AM κακόδοξος, ον) αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος αρχ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, ψευδό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • κενόδοξος — η, ο (ΑΜ κενόδοξος, ον) αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος μσν. 1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος 2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον α) ματαιοδοξία β) αλαζονεία γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”