- ψευδό-στομος
ψευδό-στομος, falsch redend, lügend, Sp. – Bei D. Sic. 20, 75 ist ψευδόστομον = ψευδόστομα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδό-στομος, falsch redend, lügend, Sp. – Bei D. Sic. 20, 75 ist ψευδόστομον = ψευδόστομα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβροστομώ — λαβροστομῶ, έω (Α) μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ ἡσύχαζε μηδ ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + στομῶ (< στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ, ψευδο στομώ] … Dictionary of Greek