ψευστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Maneth. 4, 119.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευστήρ — ῆρος, ὁ, Α ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ τού ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + επίθημα τήρ*] … Dictionary of Greek
ψευστῆρας — ψευστήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)