ψιττάκη

ψιττάκη

ψιττάκη, ἡ, = σιττάκη, Arist. H. A. 8, 12, s. ψίττακος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψιττάκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ψιττακός parrot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιττάκη — και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α ψιττακός, παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή τού πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το… …   Dictionary of Greek

  • ψιττακῶν — ψιττάκη fem gen pl ψιττακός parrot fem gen pl ψιττακός parrot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτάκη — ἡ, Α βλ. ψιττάκη …   Dictionary of Greek

  • σιττάκη — ἡ, Α βλ. ψιττάκη …   Dictionary of Greek

  • ψιττακός — Πτηνό της οικογένειας των ψιττακιδών. Bλ. λ. παπαγάλοι. * * * ο, ΝΜΑ, και σιττακός Α ο παπαγάλος νεοελλ. ζωολ. γένος παπαγάλων τής κεντρικής και δυτικής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψιττάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”