ψαφερός

ψαφερός

ψαφερός, ion. statt ψαφαρός, Hippocr., Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαφερός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. ψαφαρός …   Dictionary of Greek

  • ψαφαρός — ή, ό / ψαφαρός, ά, όν, ΝΑ, και ιων. τ. ψαφερός, ή, όν, Α αυτός που μπορεί εύκολα να κονιοποιηθεί, εύθρυπτος αρχ. 1. (για έδαφος) αμμώδης ή ρηγματωμένος 2. (για αδένες και για τον εγκέφαλο) αυτός που έχει χαλαρή σύσταση 3. (για υγρό) αραιός 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”