ψύλλο

ψύλλο

ψύλλο statt ψύλλος sagt der Scythe bei Ar. Thesm. 1180.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψύλλο — Α (στους Σκύθες) βαρβαρισμός αντί τής λ. ψύλλος …   Dictionary of Greek

  • ψύλλος — ο, ΝΜΑ είδος εντόμου που ζει παρασιτικά στους ανθρώπους και στα ζώα νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών, άπτερων ολομετάβολων εντόμων τής τάξης σιφωνάπτερα 2. φρ. α) «για ψύλλου πήδημα» για ασήμαντη αφορμή β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο …   Dictionary of Greek

  • γκέμι — το (συνήθως πληθ.) τα γκέμια Ι. ηνία, χαλινάρια II. φρ. 1. «βαστάω καλά τα γκέμια» διευθύνω καλά, επιβάλλομαι απόλυτα 2. βάνει τού ψύλλου τα γκέμια» καταφέρνει τα πάντα, καλλιγώνει τον ψύλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gem] …   Dictionary of Greek

  • εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …   Dictionary of Greek

  • καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ψυλλώδης — ῶδες, ΜΑ [ψύλλα / ψύλλος] όμοιος με ψύλλο ή γεμάτος ψύλλους …   Dictionary of Greek

  • βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”