ψύθος

ψύθος

ψύθος, τό, seltnere poet. Nebenform statt ψεῠδος, 1) Lüge, Ohrenbläserei, Verleumdung, Aesch. Ag. 465. 1059. – 2) als adj. lügenhaft, verleumderisch, falsch, unwahr, Callim. frg. 184.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψύθος — lie neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύθος — και ψύδος, ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) ψεύδος, ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ψύδος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι*, ενώ ο τ. ψύθος εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψιθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ψύθη — ψύθος lie neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψύθος lie neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύθεα — ψύθος lie neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύθιος — ψύθος lie neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύθους — ψύθος lie neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… …   Dictionary of Greek

  • ψυθίζω — Α 1. ψιθυρίζω, μουρμουρίζω 2. (το αρσ. μτχ. γεν. πληθ. μέσ. ενεστ.) ψυθιζομένων (κατά τον Ησύχ.) «γογγυζόντων». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* (πρβλ. ψύθος), με δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψιθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ψυθών — ῶνος, ὁ, Α στον πληθ. ψυθῶνες (κατά τον Ησύχ.) «διάβολοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* + επίθημα ών (πρβλ. ψιδ ών). Ο τ. εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ψύδος — ους, τὸ, Α βλ. ψύθος …   Dictionary of Greek

  • ψύθω — Α ψεύδομαι, λέω ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* και εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”