ψύδραξ — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύδραξ — ακος, ὁ, ΜΑ φυσαλλίδα στο δέρμα αρχ. εξάνθημα στο στόμα, άφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψύδ ρ αξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη ρίζα *bhes «φυσώ, φουσκώνω» (βλ. λ. ψεύδομαι) και έχει σχηματιστεί με υγρό ένθημα ρ (πρβλ. ψυδ ρός) και επίθημα αξ,… … Dictionary of Greek
ψυδράκων — ψύδραξ fem gen pl ψυδρακόω form into blisters imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ψυδρακόω form into blisters imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύδρακας — ψύδραξ fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύδρακες — ψύδραξ fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύδρακος — ψύδραξ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυδράκιον — τὸ, ΜΑ [ψύδραξ, ακος] λευκή φυσαλλίδα στη μύτη, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, σχηματιζόταν όταν κάποιος έλεγε ψέματα αρχ. 1. φλύκταινα στο σώμα 2. χαλάζιο, κριθαράκι τού ματιού … Dictionary of Greek
ψυδρακώ — όω, Α [ψύδραξ, ακος] γεμίζω εξανθήματα … Dictionary of Greek