- ψόα
ψόα, ἡ, auch ψοιά, gew. im plur. ψόαι, ψοιαί, αἱ, die Lendengegend, das Lendenfleisch, bis in die Gegend der Nieren, bes. die innern Lendenmuskeln, richtiger ψύα, s. Lob. Phryn. 300 ff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψόα, ἡ, auch ψοιά, gew. im plur. ψόαι, ψοιαί, αἱ, die Lendengegend, das Lendenfleisch, bis in die Gegend der Nieren, bes. die innern Lendenmuskeln, richtiger ψύα, s. Lob. Phryn. 300 ff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψόα — η, ΝΜΑ, και ψύα ΜΑ, και ψυά και ιων. τ. ψύη και ψοιά και ψοία και ψυία και τ. πληθ. ψίαι και ψειαί Α (κυρίως στον πληθ.) οι ψόες και αἱ ψόαι οι μύες τής οσφυϊκής χώρας που εκτείνονται μέχρι την περιοχή τών νεφρών νεοελλ. 1. κρέας σφαγίου από την… … Dictionary of Greek
лядвия — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ψόα, во мн. ч. ψόαι) ляжка; внутренние поясничные… … Словарь церковнославянского языка
παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… … Dictionary of Greek
ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
ψίαι — αἱ, Α βλ. ψόα … Dictionary of Greek
ψειαί — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. ψόα … Dictionary of Greek
ψοΐτης — ο, ΝΑ, και ψωΐτης Ν νεοελλ. ανατ. ονομασία δύο ζυγών μυών τής πυέλου (α. «ελάσσων ψοΐτης» β. «μείζων ψοΐτης») αρχ. η οσφυϊκή περιοχή τού νωτιαίου μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόα + επίθημα ίτης* (πρβλ. σιαγον ίτης)] … Dictionary of Greek
ψοΐτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού ψοΐτη μυός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόα + κατάλ. ίτιδα*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
ψοία — και ψοιά, ἡ, Α βλ. ψόα … Dictionary of Greek
ψοόδυμος — και ψοοδίδυμος, ο, Ν ιατρ. μορφή τερατογενούς διάπλασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόα + δίδυμος, ενώ ο τ. ψοόδυμος με απλολογία] … Dictionary of Greek
ψυάδιν — ΜΑ ψόα, ισχίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύα + υποκορ. κατάλ. άδιν (πρβλ. κοπ άδι[ο]ν)] … Dictionary of Greek