ψωλή

ψωλή

ψωλή, , die aufgerichtete und entblößte männliche Ruthe, Ar. Lys. 143 Av. 563.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψωλή — membrum virile praeputio retracto fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψωλά Α το πέος σε στύση νεοελλ. (γενικά) το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αρχ. επιθ. ψωλός*] …   Dictionary of Greek

  • ψωλή — η το αντρικό μόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωλᾶς — ψωλή membrum virile praeputio retracto fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωλήν — ψωλή membrum virile praeputio retracto fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόψωλος — μεγαλόψωλος, ον (Μ) αυτός που έχει μεγάλο πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ψωλή] …   Dictionary of Greek

  • ψωλήκυσθος — Α (κατά τον Ησύχ.) «οὐδενὸς ἄξιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + κύσθος «γυναικείο αιδοίο»] …   Dictionary of Greek

  • ψωλαράς — ο, Ν αυτός που έχει μεγάλο πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. κοιλ αράς)] …   Dictionary of Greek

  • ψωλοκοπανώ — άω, Ν αυνανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + κοπανώ] …   Dictionary of Greek

  • ψωλοκοπούμαι — έομαι, Α αυνανίζομαι, ψωλοκοπανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + κοποῦμαι (< κόπος < κόπος)] …   Dictionary of Greek

  • ψώλων — ωνος, ὁ, Α αυτός που έχει μεγάλο πέος το οποίο είναι σε στύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. πόσθ ων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”