- προ-εις-βάλλω
προ-εις-βάλλω (s. βάλλω), vorher hineinwerfen, Longin. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εις-βάλλω (s. βάλλω), vorher hineinwerfen, Longin. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek