- ψωμός
ψωμός, ὁ, Bissen, Brocken, Mundvoll, ein kleines Stück, bes. von Fleisch, Brot; ἀνδρόμεοι, Bissen Menschenfleisch, Od. 9, 374; einzeln in Prosa, wie Xen. Mem. 3, 14, 5. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψωμός, ὁ, Bissen, Brocken, Mundvoll, ein kleines Stück, bes. von Fleisch, Brot; ἀνδρόμεοι, Bissen Menschenfleisch, Od. 9, 374; einzeln in Prosa, wie Xen. Mem. 3, 14, 5. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψωμός — morsel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμός — ὁ, ΜΑ 1. μπουκιά ψωμιού 2. (κατ* επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος αρχ. 1. (κατ επέκτ.) μπουκιά φαγητού 2. (γενικά) άρτος, ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω*. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα… … Dictionary of Greek
ψωμοῖς — ψωμός morsel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοῖσι — ψωμός morsel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοί — ψωμός morsel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοῦ — ψωμός morsel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμούς — ψωμός morsel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμῶν — ψωμός morsel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμῷ — ψωμός morsel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμόν — ψωμός morsel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek