ψωραλέος

ψωραλέος

ψωραλέος, krätzig, räudig, mit juckendem Hautausschlage behaftet, von Menschen u. Thieren, auch von einzelnen Gliedern des menschlichen Leibes, Xen. Cyr. 1, 4,11. – Von Bäumen, an zu vielem Moose oder an der Baumkrätze leidend, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψωραλέος — itchy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωραλέος — α, ο / ψωραλέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.) νεοελλ. 1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα αρχ. (για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με… …   Dictionary of Greek

  • ψωραλέος — α, ο 1. αυτός που πάσχει από ψώρα, ο ψωριάρης. 2. δυστυχής, πολύ φτωχός, αξιολύπητος. 3. το θηλ. ως ουσ., ψωραλέα είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωραλέα — ψωραλέος itchy neut nom/voc/acc pl ψωραλέᾱ , ψωραλέος itchy fem nom/voc/acc dual ψωραλέᾱ , ψωραλέος itchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωραλέον — ψωραλέος itchy masc acc sg ψωραλέος itchy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωραλέων — ψωραλέος itchy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωραλέας — ψωραλέᾱς , ψωραλέος itchy fem acc pl ψωραλέᾱς , ψωραλέος itchy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • ξύσιλος — ξύσιλος, ον (ΑΜ) 1. ξυρισμένος, λείος 2. (κατ αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός 3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ ἀνδρός», Σώφρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού …   Dictionary of Greek

  • ψωράριος — ία, ον, ΜΑ ψωραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. άριος (πρβλ. ἀποθηκ άριος)] …   Dictionary of Greek

  • ψωριάζω — Ν 1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα 2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώρα β) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, η, ο ψωραλέος, ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”