- ψυθών
ψυθών, όνος, ὁ, der Lügner, Ohrenbläser, Verleumder, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυθών, όνος, ὁ, der Lügner, Ohrenbläser, Verleumder, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυθών — ῶνος, ὁ, Α στον πληθ. ψυθῶνες (κατά τον Ησύχ.) «διάβολοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* + επίθημα ών (πρβλ. ψιδ ών). Ο τ. εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek