- ψυλλίζω
ψυλλίζω, flöhen, Suid., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυλλίζω, flöhen, Suid., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυλλίζω — catch fleas pres subj act 1st sg ψυλλίζω catch fleas pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυλλίζω — ΝΑ [ψύλλα] καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τους ψύλλους … Dictionary of Greek
ψυλλίζω — ψύλλισα, ψυλλίστηκα, ψυλλισμένος, καθαρίζω κάτι από τους ψύλλους, αναζητώ τους ψύλλους για να τους σκοτώσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύλλισμα — ίσματος, το, Ν [ψυλλίζω] καθαρισμός από τους ψύλλους … Dictionary of Greek