ψυγεῖον

ψυγεῖον

ψυγεῖον, τό, Ort, Gefäß zutm Abkühlen, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψυγεῖα — ψυγεῖον cooler neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυγείο — Bλ. λ. ηλεκτρικές οικιακές συσκευές. * * * το / ψυγεῑον, ΝΑ νεοελλ. 1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα 2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον… …   Dictionary of Greek

  • ψυγός — και ψυχός, ὁ, Α δοχείο ψύξης, κυρίως τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ τού ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» (πρβλ. ψυγεῖον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”