ψυκτηρίδιον

ψυκτηρίδιον

ψυκτηρίδιον, τό, = Folgdm, Alexis bei Ath. XI, 503.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψυκτηρίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτηρίδιον — τὸ, Α υποκορ. ψυκτικό σκεύος κρασιού μικρού μεγέθους, ψυκτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ξυστηρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • ψυκτηριδίῳ — ψυκτηρίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτήριον — τὸ, Α [ψυκτήρ] 1. υποκορ. ψυκτηρίδιον* 2. στον πληθ. τὰ ψυκτήρια σκιεροί, δροσεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτήρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”