- ψυχμός
ψυχμός, ὁ, Kälte, Frost, bes. Fieberfrost, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχμός, ὁ, Kälte, Frost, bes. Fieberfrost, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχμός — ὁ, Α βλ. ψυγμός … Dictionary of Greek
ψυχμούς — ψυχμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχμῷ — ψυχμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυγμός — (I) ὁ, Α [ψύχω (Ι)] 1. τόπος κατάλληλος για ξήρανση («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.) 2. (ιδίως) μέρος κατάλληλο για το στέγνωμα διχτιών («ψυγμός σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ). (II) και ψυχμός, ὁ, Α [ψύχω (II)] … Dictionary of Greek
ՁԳԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0148 Chronological Sequence: Early classical գ. Ձգումն, եւ ձգարան. առանձին առմամբ՝ Տեղի սփռելոյ եւ չորացուցանելոյ որպէս զապուխտ, եւ կամ զովացուցանելոյ. (եբր. միզթախ. թ. սէրկի ). ψυχμός (պաղումն). siccatio (ցամաքումն). *Ձգանք ուռականց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)