- ψυχρο-λούτης
ψυχρο-λούτης, ὁ, der sich in kaltem Wasser badet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχρο-λούτης, ὁ, der sich in kaltem Wasser badet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμολούτης — θερμολούτης, ὁ (Α) αυτός που κάνει ζεστά λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + λούτης < λούω (πρβλ. ψυχρο λούτης)] … Dictionary of Greek
θερμολουτώ — θερμολουτῶ, έω (Α) κάνω ζεστά λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ( λουτώ < λούτης < λούω), πρβλ. α λουτώ, ψυχρο λουτώ] … Dictionary of Greek