- ψυχρο-λουσία
ψυχρο-λουσία, ἡ, das Baden in kaltem Wasser; Theophr.; plur., D. C. 53, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχρο-λουσία, ἡ, das Baden in kaltem Wasser; Theophr.; plur., D. C. 53, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καιρολουσία — καιρολουσία, ἡ (Α) το λουτρό που γίνεται την ώρα που πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + λουσία (< λουτος < λούω), πρβλ. α λουσία, ψυχρο λουσία] … Dictionary of Greek
ποδολουσία — η, Ν το ποδόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + λουσία (< λούση), πρβλ. ψυχρο λουσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή] … Dictionary of Greek
πολυλουσία — ἡ, Μ το πολύ συχνό λούσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λουσία (< λούω), πρβλ. ψυχρο λουσία] … Dictionary of Greek
συχνολουσία — ἡ, Α το συχνό λούσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + λουσία (< λούω), πρβλ. ψυχρο λουσία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek