- ψυχρο-φόρος
ψυχρο-φόρος, kaltes Wasser tragend, bringend, τὸ ψυχροφόρον, kaltes Bad, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχρο-φόρος, kaltes Wasser tragend, bringend, τὸ ψυχροφόρον, kaltes Bad, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ψυχροφόρος — ον, Α 1. αυτός που φέρει ή περιέχει κρύο νερό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψυχροφόρον ψυχρό λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + φόρος*] … Dictionary of Greek