ψυχρός

ψυχρός

ψυχρός, kalt, frostig, kühl, frisch, erfrischend; Hom. ὕδωρ, Od. 9, 392. 17, 209; χάλαζα, Il. 15, 171; νιφάδες, χιών, 19, 358. 22, 152; auch χαλκός, 5, 75; Βορέας Pind. Ol. 3, 34; αἰϑήρ, αὖραι, 13, 85. 9, 104; von allen Todten, Soph. O. C. 628, vgl. Valck. Phoen. 1448; δέμας, νέκυς, Lycophr. 396. 1113. – Ggstz von ϑερμός, Plat. Phaed. 96 b u. öfter; ψυχρῷ λοῦνται Her. 2, 37. – Uebertr., kalt, frostig, abgeschmackt, von Worten, Witzen u. Späßen, und von Menschen, kaltsinnig, ohne Theilnahme, gleichgültig, ohne Geist und Leben; Ar. Plut. 263. 658 Th. 848; vgl. Plat. Euthyd. 284 e Legg. VII, 802 d; im Ggstz von σεμνός Isocr. 2, 34; vgl. Xen. Cyr. 8, 4,22; ὄνομα Dem. 19, 187; Sp. – Vom Leben od. Geschicke der Menschen, Schauder erregend, schauderhaft, ϑερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. Ant. 88; ärmlich, elend, βίος B. A. 116, durch δυςκίνητος erkl. – Von Haudlungen, erfolglos, vergeblich, ἐπικουρία Her. 6, 108, νίκη, nichtiger, eitler Sieg, 9, 49, ἐλπίς Eur. I. A. 1014.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • ψυχρός — ή, ό επίρρ. ά 1. κρύος, αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία: Τα χέρια του είναι ψυχρά. 2. αυτός που δεν έχει ενθουσιασμό, αδιάφορος, απρόθυμος, αναίσθητος: Του έγινε πολύ ψυχρή υποδοχή. 3. φρ., «κακός, ψυχρός κι ανάποδος», τρισάθλιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχρός — ψῡχρός , ψυχρός cold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • ψυχρά — ψῡχρά , ψυχρός cold neut nom/voc/acc pl ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc/acc dual ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότερον — ψῡχρότερον , ψυχρός cold adverbial comp ψῡχρότερον , ψυχρός cold masc acc comp sg ψῡχρότερον , ψυχρός cold neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποψύχω — (AM ἀποψύχω) 1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό νεοελλ. 1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω 2. πεθαίνω μσν. νεοελλ. ( ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι αρχ. 1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ 2. απρόσ. ἀποψύχει αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός 3. (… …   Dictionary of Greek

  • ευπερίψυκτος — εὐπερίψυκτος, ον (Α) αυτός που ψύχεται, που γίνεται ψυχρός εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί ψυκτος «ο πολύ ψυχρός» (< περι ψύχω)] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατάψυχρος — η, ο (AM κατάψυχρος, ον) πολύ ψυχρός, παγωμένος 2. μτφ. (για χαρακτήρα) ψυχρός με τους άλλους ανθρώπους, κλειστός, ερμητικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”