Χῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χίος — Chios fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
Χίος — Sp Chijas Ap Χίος/Chios L s. Egėjo j., sen. gr. polis, Graikijos mst. ir nomas … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Χίος — η όνομα νησιού του Αιγαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λεονάρδος ο Χίος — (Χίος 1395/6 – 1482). Λόγιος και κληρικός. Αρχικά έγινε μοναχός και έπειτα με δαπάνες των προυχόντων της Χίου, Ιουστινιανών, σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του δίδαξε θεολογία στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης… … Dictionary of Greek
Ίων o Χίος — (περ. 480 – 421 π.Χ.).Τραγικός ποιητής, ιστορικός και φιλόσοφος. Από το εκτεταμένο έργο του σώθηκαν μερικά μόνο αποσπάσματα. Οι Αλεξανδρινοί τον κατατάσσουν τέταρτο στον κανόνα μετά τους τρεις μεγάλους τραγικούς. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
Χίω — Χίος Chios fem nom/voc/acc dual Χίος Chios fem gen sg (doric aeolic) Χί̱ω , Χῖος of masc/neut nom/voc/acc dual Χί̱ω , Χῖος of masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χίων — Χίος Chios fem gen pl Χίων masc nom/voc sg Χί̱ων , Χῖος of fem gen pl Χί̱ων , Χῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χῖον — Χῖος of masc acc sg Χῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χίοιο — Χίος Chios fem gen sg (epic) Χί̱οιο , Χῖος of masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)