- χῑλιά-γωνος
χῑλιά-γωνος, tausendwinklig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῑλιά-γωνος, tausendwinklig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιλιάγωνος — ον, Α αυτός που έχει χίλιες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλι(ο) * + γωνος (< γωνία), πρβλ. ἑξά γωνος. Η μορφή χιλια τού α συνθετικού κατ αναλογίαν προς τα ἑπτα , δέκα κ.λπ.] … Dictionary of Greek