- χῑλιο-ναύτης
χῑλιο-ναύτης, στόλος, eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῑλιο-ναύτης, στόλος, eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυναύτης — και δωρ. τ. πολυναύτας, ὁ, Α αυτός που έχει πολλούς ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ναύτης (πρβλ. χιλιο ναύτης)] … Dictionary of Greek