χῑλιοστύς

χῑλιοστύς

χῑλιοστύς, , eine Zahl von Tausend, z. B. eine Abtheilung Soldaten, Xen. Cyr. 2, 4,3. 6, 3,31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χιλιοστύς — χῑλιοστύ̱ς , χιλιοστύς body of a thousand fem acc pl χῑλιοστύς , χιλιοστύς body of a thousand fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιοστύς — και χιλιαστύς και χελληστύς, ύος, ἡ, Α 1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., τού οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη 2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι… …   Dictionary of Greek

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • χελληστυάρχας — ὁ, Α αρχηγός χελληστύος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελληστύς, βοιωτ. τ. τού χιλιοστύς + άρχᾱς / άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • χελληστύαρχος — ὁ, Α ο χελληστυάρχας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελληστύς, βοιωτ. τ. τού χιλιοστύς + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • χελληστύς — ύος, ἡ, Α βλ. χιλιοστύς …   Dictionary of Greek

  • χιλιαστύς — ύος, ἡ, Α βλ. χιλιοστύς …   Dictionary of Greek

  • χιλιοστύας — χῑλιοστύας , χιλιοστύς body of a thousand fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιοστύες — χῑλιοστύες , χιλιοστύς body of a thousand fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιοστύι — χῑλιοστύϊ , χιλιοστύς body of a thousand fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλιοστύν — χῑλιοστύν , χιλιοστύς body of a thousand fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”