- χῑουργής
χῑουργής, ές, von chiischer Arbeit, Critias bei Ath. XI, 486 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῑουργής, ές, von chiischer Arbeit, Critias bei Ath. XI, 486 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Χιουργής — of Chian work masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιουργής — ές, Α 1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία στην Χίο 2. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία κατά τον τρόπο τών Χίων («κλῑναι χιουργεῑς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χῖος + ουργής (< ἔργον*), πρβλ. Ναξι ουργής, Παρι ουργής] … Dictionary of Greek