- χῑεσμός
χῑεσμός, ὁ, ion. statt χιασμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῑεσμός, ὁ, ion. statt χιασμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιεσμός — ὁ, Α ιων. τ. βλ. χιασμός … Dictionary of Greek
χιασμός — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. χιεσμός Α [χιάζω (Ι)] 1. χίασμα 2. γραμμ. το χιαστό σχήμα νεοελλ. 1. ανατ. ή σε σχήμα Χ διασταύρωση ορισμένων ανατομικών στοιχείων 2. γραμμ. το χιαστό σχήμα 3. φρ. «χιασμός πυραμίδων» ανατ. διασταύρωση τών ινών τών πυραμιδικών … Dictionary of Greek