χῑραλέος

χῑραλέος

χῑραλέος, aufgerissen, mit aufgesprungenen Händen u. Füßen, Hesych., der erkl. τοὺς πόδας κατειργασμένος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χιραλέος — α, ον, Α αυτός που έχει ραγάδες στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς* + επίθημα αλέος (πρβλ. ῥωγ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • χιραλέους — χιραλέος with chapped hands masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιράς — και χειράς, άδος, ἡ, Α ραγάδα, σκάσιμο, ιδίως τών χεριών και τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει την κατάλ. άς με περιληπτική σημ. (πρβλ. λιθ άς, νεκ άς), αλλά παραμένει δυσερμήνευτη ως προς το θ. και την προέλευσή της.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”