χώλανσις, ἡ, 1) das Lahmmachen. – 2) das Lahmsein, Epict. ench. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χώλανσις — lameness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώλανσις — άνσεως, ἡ, ΜΑ [χωλαίνω] χωλότητα, κουτσαμάρα μσν. μτφ. (για πόδα στίχου) έλλειψη, ελαττωματικότητα («οὕτως ἡ τοῡ μέτρου ποδικὴ ἐκθεραπεύεται χώλανσις», Ευστ.) … Dictionary of Greek