- χήνημα
χήνημα, τό, das Maulaufsperren, bes. das Verlachen mit aufgesperrtem Munde, dah. Verachtung, Spott, Hesych. Vgl. χηνυστράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χήνημα, τό, das Maulaufsperren, bes. das Verlachen mit aufgesperrtem Munde, dah. Verachtung, Spott, Hesych. Vgl. χηνυστράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χήνημα — wide gape neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χήνημα — τὸ, Α το να γελάει κανείς περιφρονητικά με ανοιχτό το στόμα εις βάρος κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χην τής εκτεταμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χαίνω + κατάλ. ημα (βλ. και λ. χάσκω)] … Dictionary of Greek
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek