- χήνιος
χήνιος, = χήνειος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χήνιος, = χήνειος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χήνιος — ία, ον, Μ βλ. χήνειος … Dictionary of Greek
χήνειος — α, ο / χήνειος, εία, ον, ΝΜΑ, και χήνιος, ία, ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, έα, ον, Α [χήν / χήνα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιος νεοελλ. φρ. «χήνειο δέρμα» ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις,… … Dictionary of Greek