- χήρ
χήρ, ὁ, gen. χηρός, der Igel, her, heres, Hesych., scheint mit σχῠρος u. χοῖρος verwandt zu sein.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χήρ, ὁ, gen. χηρός, der Igel, her, heres, Hesych., scheint mit σχῠρος u. χοῖρος verwandt zu sein.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χήρ — (I) ηρός, ἡ, Α (αιολ. τ.) βλ. χειρ. (II) ηρός, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. το οποίο ανάγεται σε ΙΕ τ. *ghēr «αγκαθωτό ζώο» και αντιστοιχεί με το λατ. (h)er, (h)eris «σκαντζόχοιρος». Οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν… … Dictionary of Greek
Χῆρ' — Χῆρα , Χῆρα fem nom/voc sg Χῆραι , Χῆρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῆρ' — χῆρα , χήρα widow neut nom/voc/acc pl χῆρε , χήρα widow masc voc sg χῆρε , χήρα widow masc voc sg χῆραι , χήρα widow fem nom/voc pl χῆραι , χήρα widow fem nom/voc pl χῆρα , χῆρος widow neut nom/voc/acc pl χῆρε , χῆρος widow masc voc sg χῆραι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
χηρωστής — ὁ, Α 1. αυτός που ενεργεί ως επίτροπος χηρών και ορφανών 2. συν. στον πληθ. oἱ χηρωσταί μακρινοί συγγενείς οι οποίοι κληρονομούσαν τον θανόντα λόγω έλλειψης στενότερων συγγενών («χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος … Dictionary of Greek
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
ĝhers- and partly ĝher- — ĝhers and partly ĝher English meaning: rigid, *pig Deutsche Übersetzung: ‘starren” Note: (see also gher 3) Note: From an extended zero grade of Root eĝhi (*eĝhi no s): “hedgehog (*serpent eater)” derived Root ĝhers ,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ERINACEUS seu ECHINUS — ERINACEUS, seu ECHINUS Graece χῆρ, unde Latinum her. Calpurnius, spinosi corporis herem; atqueve hine ericius et erinaceus, absque aspiratione, item er, apud Plaut. in Captivis, Act. 1. sc. 2. v. 81. Imodo venare teporem: nunc Cirim tenes. Ubi… … Hofmann J. Lexicon universale
HER — I. HER ex Graeco χὴρ, apud Calpurn. spinosa corporis herem. idem cum echino seu erinacio est, quas voces vide. II. HER vel Er, fil. Iudae ex Sue uxore sua, Gen. c. 38. v. 3. Item pater Elmodad. Luc. c. 3. v. 28 … Hofmann J. Lexicon universale
εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… … Dictionary of Greek
σχύρ — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση τού τ. με τη λ. χήρ «σκαντζόχοιρος»] … Dictionary of Greek