χίδρον

χίδρον

χίδρον, τό, gew. im plur. τὰ χίδρα, ein Gericht von unreifen u. gerösteten Waizengraupen, wie ἄλφιτα von Gerstengraupen; Ar. Equ. 806 Pax 595; λευκόν Alcman bei Ath. XIV, 648 b. Man leitet das Wort von σχίζω ab (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χῖδρον — unripe wheaten groats neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίδρον — και χῖδρον, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ χῑδρα χοντροαλεσμένο ή χοντροκοπανισμένο σιτάρι, το πλιγούρι, καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό («χῑδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη …   Dictionary of Greek

  • χίδρυ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. τού καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. τής οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • χίδρα — (I) και δ. γρφ. χέδρα, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χίδρα στάχυες νεογενεῑς ἤ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα ἤ σῑτος νέος φρυττόμενος ἤ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί τού πληθ. χῖδρα τής λ. χῖδρον*]. (II) τὰ, Α βλ. χῑδρον …   Dictionary of Greek

  • κίδναι — κίδναι, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ ἐγχώριοι πεφρυγμέναι κριθαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τού κίδραι. Βλ. λ. χίδρον] …   Dictionary of Greek

  • χιδρίας — ὁ, Α φρ. «χιδρίας πυρός» χλωρό σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῖδρον «χλωρός σίτος» + κατάλ. ίας*] …   Dictionary of Greek

  • χιδροπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλά χῑδρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῖδρον «χλωρός σίτος» + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • ՄՈՒՐԿ — (մրկի, կաց.) NBH 2 0301 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c գ. (յորմէ ռմկ. էրել մրկել ). χίδρον (որ է Հասկ. որպէս դնի եւ ի Հին բռ. ). arista, spica, far. Ինչ մի մրկեալ՝ խանձեալ՝ խորովեալ՝ յարեգակնէ կամ ʼի հրոյ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • χῖδρα — unripe wheaten groats neut nom/voc/acc pl χῖδρον unripe wheaten groats neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίδροις — χί̱δροις , χῖδρα unripe wheaten groats neut dat pl χί̱δροις , χῖδρον unripe wheaten groats neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίδρου — χί̱δρου , χῖδρον unripe wheaten groats neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”