- χίμαρος
χίμαρος, ὁ, = χείμαρος, χείμαῤῥος, 1) Waldstrom, Gießbach. – 2) die weibliche Schaam. – Auch = χείμαρος, εὐδιαῖος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χίμαρος, ὁ, = χείμαρος, χείμαῤῥος, 1) Waldstrom, Gießbach. – 2) die weibliche Schaam. – Auch = χείμαρος, εὐδιαῖος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χίμαρος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χίμαρος — ο, ΝΜΑ τράγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. χίμαρος συνδέεται με τη λ. χίμαιρα, δεν είναι, όμως, εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια η μεταξύ τους σχέση, αφού παραμένει ανεξακρίβωτη η αρχαιότητα τού τ. χίμαρος. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. θα μπορούσε να ερμηνευθεί… … Dictionary of Greek
χιμάρω — χίμαρος he goat masc nom/voc/acc dual χίμαρος he goat masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάροιο — χίμαρος he goat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάροις — χίμαρος he goat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάροισιν — χίμαρος he goat masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάρου — χίμαρος he goat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάρους — χίμαρος he goat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάρων — χίμαρος he goat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάρως — χίμαρος he goat masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάρῳ — χίμαρος he goat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)