- χέννιον
χέννιον, τό, eine Wachtelart, die in Aegypten eingesalzen wurde; Hipparch. bei Ath. IX, 393 c; Pallad. 21 (IX, 377).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέννιον, τό, eine Wachtelart, die in Aegypten eingesalzen wurde; Hipparch. bei Ath. IX, 393 c; Pallad. 21 (IX, 377).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέννιον — quail neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέννιον — τὸ, Α 1. είδος ορτυκιού που τό έτρωγαν παστό στην Αίγυπτο 2. ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για αιγυπτιακό δάνειο] … Dictionary of Greek
χέννια — χέννιον quail neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHENNIA — Coturnicis species, Aegypto familiaris, quâ certâ anni tempestate Aegyptii sic abundabant, ut, cum omnes absumere non possent, eas in posterum sale condire cogerentur. Χέννιον ὀρνιθάριόν τικατ᾿ Αἴγυπτον ταριχεύομενον, Chennium, quoddam avitium in … Hofmann J. Lexicon universale