- προ-εκ-πλήσσω
προ-εκ-πλήσσω (s. πλήσσω), vorher erschrecken, in Staunen setzen; Plut. Lys. 25; προεκπλήξας τὸ ϑέατρον, Luc. adv. indoct. 8; perf. pass., Alex. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εκ-πλήσσω (s. πλήσσω), vorher erschrecken, in Staunen setzen; Plut. Lys. 25; προεκπλήξας τὸ ϑέατρον, Luc. adv. indoct. 8; perf. pass., Alex. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προανεπλάττετο — προανεπλά̱ττετο , πρό , ἀνά πλήσσω struck with terror imperf ind mp 3rd sg (attic) προανεπλάττετο , πρό ἀναπλάσσω form anew imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίπληκτος — η, ο αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία («ήτο ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληκτος (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. έκ πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
προπλήσσω — Α (σχετικά με φόρμιγγα) κρούω από πριν, προανακρούω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek