- χέρσ-υδρος
χέρσ-υδρος, ὁ, eine auf dem festen Lande und im Wasser lebende Schlange, Nic. Th. 359, vgl. χέλυδρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρσ-υδρος, ὁ, eine auf dem festen Lande und im Wasser lebende Schlange, Nic. Th. 359, vgl. χέλυδρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλυδρος — η, ο / φίλυδρος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί νεοελλ. 1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων 3. το ουδ … Dictionary of Greek
χέλυδρος — ο, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής νεροχελώνας χελύδρα αρχ. 1. είδος αμφίβιου φιδιού 2. είδος νεροχελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ υδρος] … Dictionary of Greek
μελάνυδρος — μελάνυδρος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο νερό («κρήνη μελάνυδρος» πηγή τής οποίας, λόγω τού βάθους, το νερό φαίνεται μαύρο, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὕδωρ (πρβλ. άνυδρος, χέρσ υδρος)] … Dictionary of Greek